παραλυτικός

παραλυτικός
παραλυτικός
paralytic
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραλυτικός — ή, ό, ΝΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράλυση 2. αυτός που πάσχει από μία μορφή παραλύσεως («παραλυτικά άκρα») 3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο παραλυτικός και η παραλυτική άτομο που πάσχει από παράλυση νεοελλ. 1. αυτός που επιφέρει,… …   Dictionary of Greek

  • παραλυτικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην παράλυση ή προκαλεί παράλυση: Ορισμένα φάρμακα έχουν παραλυτικές ενέργειες. 2. ως ουσ., αυτός που πάσχει από παράλυση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραλυτικῶν — παραλυτικός paralytic fem gen pl παραλυτικός paralytic masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλυτικόν — παραλυτικός paralytic masc acc sg παραλυτικός paralytic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλυτικοῖς — παραλυτικός paralytic masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλυτικοί — παραλυτικός paralytic masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλυτικοῦ — παραλυτικός paralytic masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλυτικούς — παραλυτικός paralytic masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλυτικῷ — παραλυτικός paralytic masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • paralítico — ► adjetivo 1 MEDICINA De la parálisis. ► adjetivo/ sustantivo 2 MEDICINA Que carece de movilidad o sensibilidad en alguna parte del cuerpo: ■ la arquitectura urbanística no facilita el tránsito a los paralíticos. SINÓNIMO hemipléjico …   Enciclopedia Universal

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”